στοιχηγορώ

στοιχηγορώ
-έω, Α
διηγούμαι κατά κανονική τάξη και σειρά, στοιχηδόν («οὐδ' ἄν εἰ δέκ' ἤματα στοιχηγοροίην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + -ηγορῶ (< -ήγορος < ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημ-ηγορῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στοιχομυθώ — έω, Α 1. στοιχηγορῶ* 2. (κατά τον Ησύχ.) «στοιχομυθεῑν τὸ ἐφεξῆς λέγειν καὶ ἀδολεσχεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + μυθῶ (< μῦθος), πρβλ. ἀερο μυθῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”