- στοιχηγορώ
- -έω, Αδιηγούμαι κατά κανονική τάξη και σειρά, στοιχηδόν («οὐδ' ἄν εἰ δέκ' ἤματα στοιχηγοροίην», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + -ηγορῶ (< -ήγορος < ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημ-ηγορῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.